- ζάπυρος
- ζάπῠρος [ᾰ], ον, ([etym.] πῦρ)A very fiery,
ἕλικες στεροπῆς A.Pr.1084
(anap.); πωτήματα Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE6.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕλικες στεροπῆς A.Pr.1084
(anap.); πωτήματα Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζάπυρος — ζάπυρος, ον (Α) διάπυρος («ἕλικες δ ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πυρος (< πυρ), πρβλ. έμ πυρος, μελάμ πυρος] … Dictionary of Greek
ζαπύροις — ζάπυρος very fiery masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάπυροι — ζάπυρος very fiery masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek